Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η μπογιά

  • 1 гуталин

    гуталин м το βερνίκι, η μπογιά για τα παπούτσια
    * * *
    м
    το βερνίκι, η μπογιά για τα παπούτσια

    Русско-греческий словарь > гуталин

  • 2 красить

    красить βάφω, χρωματίζω, μπογια(ν) τίζω· \красить волосы βάφω τα μαλλιά
    * * *
    βάφω, χρωματίζω, μπογια(ν)τίζω

    кра́сить во́лосы — βάφω τα μαλλιά

    Русско-греческий словарь > красить

  • 3 краска

    краска ж το χρώμα· η βαφή, η μπογιά· акварельная \краска η ακουαρέλα* масляная \краска η λαδομπογιά
    * * *
    ж
    το χρώμα; η βαφή, η μπογιά

    акваре́льная кра́ска — η ακουαρέλα

    ма́сляная кра́ска — η λαδομπογιά

    Русско-греческий словарь > краска

  • 4 крем

    крем м 1) (кушанье) η κρέμα 2) (для обуви) η μπογιά· το βερνίκι, το λούστρο 3) (для лица) το γαλάκτωμα, η κρέμα
    * * *
    м
    1) ( кушанье) η κρέμα
    2) ( для обуви) η μπογιά; το βερνίκι, το λούστρο
    3) ( для лица) το γαλάκτωμα, η κρέμα

    Русско-греческий словарь > крем

  • 5 чёрный

    чёрный μαύρος; \чёрныйая краска η μαύρη μπογιά; \чёрныйая икра το μαύρο χαβιάρι; \чёрный ход η πίσω πόρτα του σπιτιού; \чёрныйая металлургия η σιδηρομεταλλουργία
    * * *

    чёрная кра́ска — η μαύρη μπογιά

    чёрная икра́ — το μαύρο χαβιάρι

    чёрный ходη πίσω πόρτα του σπιτιού

    чёрная металлу́рги́я — η σιδηρομεταλλουργία

    Русско-греческий словарь > чёрный

  • 6 краска

    кра́ск||а
    ж
    1. (красящее вещество) ἡ βαφή, ἡ μπογιά:
    акварельная \краска ἡ νερομπογιά· масляная \краска ἡ λαδομπογιά· клеевая \краска μπογιά μέ κόλλα·
    2. \краскаи мн. (тон, колорит) τά χρώματα·
    3. \краскаи мн. перен (выразительные средства) τά χρώματα, ὁ χρωματισμός·
    4. (румянец):
    \краска стыда τό χρώμα τής ντροπής· вогнать кого́-л. в \краскау κάνω κάποιον νά κοκκινίσει·
    5. (действие) τό βάψιμο:
    отдать в \краскау δίνω γιά βάψιμο· ◊ сгущать \краскаи ὁξύνω τά χρώματα

    Русско-новогреческий словарь > краска

  • 7 зажелтить

    -лчу, -лтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зажелченный, βρ: -чен, -чена, -о
    ρ.σ.μ. λερώνω, βάφω με κίτρινη μπογιά•

    зажелтить руки λερώνω τα χέρια με κίτρινη μπογιά.

    λερώνω, -ομαι με κίτρινο χρώμα.

    Большой русско-греческий словарь > зажелтить

  • 8 зазеленить

    ρ.σ.μ. λερώνω (λεκιάζω)’με πράσινη μπογιά.
    λερώνομαι με πράσινη μπογιά.

    Большой русско-греческий словарь > зазеленить

  • 9 вакса

    ва́кса
    ж ἡ μαύρη μπογιά γιά τά παπούτσια, τό μαϋρο βερνίκι.

    Русско-новогреческий словарь > вакса

  • 10 гуталин

    гуталин
    м τό βερνίκι, ἡ μπογιά τῶν παπουτσιών.

    Русско-новогреческий словарь > гуталин

  • 11 зелень

    зелень
    ж
    1. ἡ χλόη, τό χορτάρι, ἡ πρασινάδα·
    2. собир. (овощи) τά λαχανι-κά. τά χορταρικά, τά ζαρζαβατικά·
    3. I (зеленая краска) τό πράσινο χρώμα, ἡ πράσινη μπογιά.

    Русско-новогреческий словарь > зелень

  • 12 измазать

    измазать
    сов, измазывать несов πασαλείβω, μουντζουρώνω:
    \измазать стол чернилами πασαλείβω (или μουντζουρώνω) τό τραπέζι μέ μελανή· \измазать пальто́ краской πασαλείβω τό παλτό μέ μπογιά.

    Русско-новогреческий словарь > измазать

  • 13 медянка

    медянка
    ж ί. зоол. ὁ τυφλϊνος·
    2. хим. (краска) ἡ πράσινη μπογιά (άπό ὀξείδιον χαλκοῦ).

    Русско-новогреческий словарь > медянка

  • 14 тереть

    тереть
    несов
    1. τρίβω:
    \тереть глаза (ру́ки) τρίβω τά μάτια (τά χέρια)·
    2. (натирать до блеска) γυαλίζω·
    3. (мельчить) τρίβω, κόβω, κοπανίζω:
    \тереть табак κόβω τόν καπνό· \тереть миндаль κοπανίζω ἀμύγδαλα· \тереть краски τρίβω τήν μπογιά· \тереть на терке τρίβω στον τρίφτη, ξύνω·
    4. (причинять боль) πληγώνω:
    ботинок трет τό παπούτσι μοὔκανε πληγή.

    Русско-новогреческий словарь > тереть

  • 15 черный

    черн||ый
    прил β разн. знач. μαύρος, μέλας:
    \черныйая краска ἡ μαύρη μπογιά· \черныйые мысли οἱ μαύρες σκέψεις· \черныйые дни οἱ μαῦρες ἡμέρες· про \черный день γιά ὠρα ἀνάγκης· \черныйая неблагодарность ἡ μεγάλη ἀχαριστία· \черныйые силы οἱ μαύρες δυνάμεις· \черный ход ἡ πίσω πόρτα τοῦ σπιτιοῦ· \черныйая лестница ἡ σκάλα τής ὑπηρεσίας· \черныйая работа ἡ χονδρή δουλειά, ἡ χοντροδου-λειά· ◊ \черныйое дерево ὁ Εβενος, τό ἀμπα-νόζι· \черныйая биржа ἡ μαύρη ἀγορά· \черныйый глаз τό χακό μάτι· \черныйая доска ὁ μαύρος πίνακας· \черныйое золото τό κάρβουνο· \черныйая металлу́ргия ἡ σιδηρομεταλλουργία· \черныйая меланхолия ἡ μαύρη μελαγχολία· \черный хлеб τό μαῦρο ψωμί· \черныйая икра τό μαύρο χαβιάρι· \черный· ко́фе ὁ καφές· \черныйые списки ὁ μαύρος κατάλογος (или πίνακας)· \черныйые сотни οἱ μαῦρες ἐκατονταρχιες· держать кого-л. в \черныйом теле κακομεταχειρίζομαι κάποιον видеть все в \черныйом свете τά βλέπω ὅλα μαῦρα· называть белое \черныйым λέω τή μέρα νύχτα· между ними \черныйая кошка пробежала κάποιος τους μάτιαξε· \черныйым по белому (написано) καθαρά ξεκάθαρα γραμμένο.

    Русско-новогреческий словарь > черный

  • 16 краска

    [κράσκα] ουσ. θ. μπογιά, βαφή

    Русско-греческий новый словарь > краска

  • 17 краска

    [κράσκα] ουσ θ μπογιά, βαφή

    Русско-эллинский словарь > краска

  • 18 белила

    -лил πλθ.
    1. άσπρο χρώμα (μπογιά)•

    белила свинцовые ανθρακικός μόλυβδος, στουπέτσι•

    белила цинковые οξείδιο(η λευκό) του ψευδαργύρου.

    2. ψιμύθιο (καλυντική αλοιφή), φτιασίδι των ηθοποιών.

    Большой русско-греческий словарь > белила

  • 19 выбелить

    ρ.σ.μ. ασπρίζω, λευκαίνω• ασβεστώνω•

    выбелить холст λευκαίνω το λινό ύφασμα•

    потолок ασβεστώνω το ταβάνι.

    ασπρίζομαι, λευκαίνομαι• ασβεστώνομαι. || λερώνομαι από άσπρη μπογιά.

    Большой русско-греческий словарь > выбелить

  • 20 вымарать

    ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. καταλερώνω•

    вымарать руки в краске λερώνω τα χέρια στη μπογιά•

    платье чернилами λερώνω το φόρεμα με μελάνη.

    2. διαγραφώ, ξεγράφω, σβήνω.
    καταλερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вымарать

См. также в других словарях:

  • μπογια(ν)τίζω — μπογιά(ν)τισα, μπογια(ν)τισμένος, βάφω, χρωματίζω: Μπογιάτισα τους τοίχους του δωματίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπογιά — η (λ. τουρκ.) 1. βαφή, χρώμα: Έβαψα την πόρτα με άσπρη μπογιά. 2. χρωστική ύλη διαφόρων ειδών: Μπογιά για τα πασχαλινά αβγά. 3. φρ., «Δεν περνά η μπογιά σου», δεν καταφέρνεις να έχεις επιτυχίες στον ερωτικό τομέα, έχασες τις ικανότητές σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπογιά — η 1. βαφή, χρώμα 2. χρωστική ύλη οποιουδήποτε είδους («μπογιά τών παπουτσιών» βερνίκι υποδημάτων) 3. φρ. «δεν περνά πια η μπογιά του» έχασε πια τη γοητεία και την επιρροή του ή αποκαλύφθηκε η αναξιότητά του 4. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μπογιά(ν)τισμα — το το βάψιμο, το χρωμάτισμα: Με το μπογιάτισμα το σπίτι θα φαίνεται πιο καθαρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπόι — το πληθ. μπόγια (λ. τουρκ.) 1. το ανάστημα, το ύψος. 2. φρ., «Είναι πρώτο μπόι», πολύ ψηλός· «Έριξε μπόι», ψήλωσε, μεγάλωσε· «Δυο μπόγια βάθος», δυο φορές σαν το μέσο αντρικό ανάστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Constantine II of Greece — Constantine ΙΙ King of the Hellenes Reign 6 March 1964 – 1 June 1973 Predecessor Paul …   Wikipedia

  • Балканский языковой союз — Балканский языковой союз  группа языков, принадлежащих к разным ветвям индоевропейской семьи языков, но обнаруживающих значительное и систематическое сходство на фонетико фонологическом, морфосинтаксическом, синтаксическом, лексическом,… …   Википедия

  • άστρωτος — η, ο (Α ἄστρωτος, ον) [στρωτός] (για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο») 2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι») 3. εκείνος που δεν έχει γίνει …   Dictionary of Greek

  • εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… …   Dictionary of Greek

  • καρα- — α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής, από τουρκ. επίθ. kara «μαύρος». Λειτουργεί άλλοτε ως προσδριορισμός επίθ. τού β συνθετικού με τη σημ. «μαύρος» (πρβλ. καρά γιαλης, καρα μπογιά) και άλλοτε ως επιτατικό (πρβλ. καρά βλαχος, καρά γυφτος) …   Dictionary of Greek

  • μπόι — το 1. ύψος, ανάστημα ανθρώπου («το παιδί ρίχνει μπόι» το παιδί ψηλώνει, αυξάνεται) 2. το μέσο ύψος τού ανδρικού αναστήματος που λαμβάνεται ως μονάδα μέτρησης («το δέντρο αυτό είναι πέντε μπόγια ύψος») 3. καθεμιά από τις όρθιες δοκούς τής κάσας,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»